-
1 γενέθλιος
A of or belonging to one's birth, γ. δόσις a birthday gift, A.Eu.7; ἡ γενέθλιος ἡμέρα birthday, Epicur. Fr. 217, OGl111.29 (ii B. C.), etc.; γενεθλία ἡμέρα ib.222.6 (iii B. C.): pl., ib.493.20 (ii A. D.);τῇ γενεθλίᾳ POxy.494.24
(ii A. D.); and ἡ γενέθλιος, without ἡμέρα, CIG3957b, Luc.Dem.Enc.2;γενέθλιον ἦμαρ AP6.261
(Crin.); alsoἀγὼν γ. τοῦ θεάτρου
to celebrate a birthday, ClG ([place name] Aspendus); τὰ γ. birthday feast, SIG463.11; γ. θύειν offer birthday offerings, E. Ion 653, Pl.Alc.1.121c;ἑστιᾶν Luc.Herm.11
, cf. BGU 362x9 (iii A. D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενέθλιος
-
2 γενέθλιος
γενέθλιος, ον (Aeschyl. et al.; ins, pap) in gener. ‘pert. to one’s birth’① γ. ἡμέρα birthday (Epicurus, Fgm. 217 Us.; Plut., Pomp. 661 [79, 5]; Lucian, Enc. Dem. 26; OGI ind. VIII, s. esp. no. 458, 4f; Sb 1626; 2 Macc 6:7; Philo, Mos. 1, 207; Jos., Bell. 7, 37; 39) in imagery of Polycarp’s date of martyrdom MPol 18:3.—τὰ γενέθλια (Diod S 34+35, Fgm. 14; Lucian, Gall. 9; Porphyr., Vi. Plotini 2, 39ff, p. 103, 26; 27 Westerm.) Mk 6:21 D prob. belongs here, for otherwise δεῖπνον would be pleonastic.② τὰ γενέθλια birthday celebration (OGI 56, 5; 90, 46 τὰ γ. τοῦ βασιλέως; pap, s. Preis.; B-D-F §141, 3; s. also γενέσια) is poss. Mk 6:21 D, but s. 1 above. On variation in the title of GJs, s. deStrycker 211.—DELG s.v. γίγνομαι p. 223. -
3 γενέθλιος
γενέθλιος, ον, auch -ία, Lycophr. 1194, 1) zur Geburt gehörig; δόσις Aesch. Eum. 7; βλάσται Soph. O. C. 976. Bes. ἡμέρα, Geburtstag, ἦμαρ Crinag. 8 (VI, 261); ohne dies ἡ γενέϑλιος Plut. Pomp. 79; Luc enc. Dem. 21; – τὰ γενέϑλια, Geburtstagsfeier, Plat Conv. 203 c; Xen. Cyr. 1, 3, 10; ἑορτάζειν Plat. Alc I, 121 b; ἑστιᾶν Luc. Hermot. 11; ϑύειν, mit Opfer feiern, Eur. Ion. 653; ϑύειν καὶ ἄγειν Plut.; – ϑεοί die die Geburt beschützen, Plat. Legg. V, 729 c IX, 879 d – 2) Zum Geschlecht, zur Familie gehörig, Ζεύς Pind Ol. 8, 16 P. 4, 167, Stammvater; δαίμων Ol. 13. 101, das angeborne Geschick; ϑεοί Aesch. Spt. 621, Stammgötter; bei Dion. Hal. 1, 67 = Penates; ἀραί Ch. 899, Fluch der Eltern; αἷμα γεν. Eur. Or. 89, das Blut der Mutter. – 3) erzeugend, Aesch. Eum. 283.
-
4 γενέσιος
γενέσι-ος, ον,II Γενέσιον, τό, shrine of Posidon Γ., Paus.l.c.III γενέσια, τά, day kept in memory of the birthday of the dead, Hdt.4.26, cf. Ammon.p.36V., Phryn.83; to be distinguished from γενέθλια birthday-feast, though used for it in Pl.Lg. 784d (s. v. l.) and later Gk., POxy.736.56 (i B. C./i A. D.), PFay.114.20 (i/ii A. D.), etc., Alciphr.3.18 and 55, Ev.Matt.14.6, Ev.Marc.6.21, D.C.47.18; so ἡ γ. ἡμέρα, = ἡ γενέθλιος, CIG 2883c ([place name] Branchidae); ἡ γ. alone, OGI583.14 ([place name] Cyprus);τῇ τοῦ Σεβαστοῦ ἐμμήνῳ γ. IGRom.4.353b
(Pergam., ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενέσιος
-
5 γενέθλιος
γενέθλιος, (1) zur Geburt gehörig. Bes. ἡμέρα, Geburtstag; τὰ γενέϑλια, Geburtstagsfeier; ϑύειν, mit Opfer feiern; ϑεοί die die Geburt beschützen. (2) Zum Geschlecht, zur Familie gehörig; Stammvater; δαίμων, das angeborne Geschick; ϑεοί, Stammgötter; ἀραί, Fluch der Eltern; αἷμα γεν., das Blut der Mutter. (3) erzeugend -
6 γενέσια
γενέσια, ίων, τά (fr. adj. γενέσιος, ον, cp. Jos., Ant. 12, 196 ἡ γενέσιος ἡμέρα; 215; OGI 583, 14) birthday celebration (=Att. γενέθλια, whereas γενέσια earlier [Hdt. 4, 262 al.] meant a commemorative celebration on the birthday of a deceased pers.; s. Phryn. 103f Lob.; ERohde, Psyche3 I 235) Mt 14:6; Mk 6:21 (so Alciphron 2, 15, 1; 3, 19, 1; PFay 114, 20; POxy 736, 56; loanw. in rabb.—On the locative [dat.] of time Mk 6:21 cp. PCairZen 332, 1 [284 B.C.] τοῖς γενεθλίοις; BHHW I 529; BGU 1, 9 γενεσίοις; 149, 15 γενεθλίοις). S. B-D-F §200, 3; Schürer I 346–48 n. 26; ZNW 2, 1901, 48ff; WSchmidt, Geburtstag im Altertum 1908; POslo III p. 49. On GJs s. deStrycker 211. S. γενέθλιον.—RAC IX, 217–43. DELG s.v. γίγνομαι p. 223. M-M.
См. также в других словарях:
νατάλιον — νατάλιον, τὸ (Μ) τα γενέθλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. natalis (dies) «γενέθλια ημέρα» < λατ. natus «γεννημένος» < nascor «γεννιέμαι»] … Dictionary of Greek
Θεοφάνια — Αρχαία θρησκευτική γιορτή που εορταζόταν στη Χίο και στους Δελφούς και ίσως σε άλλες ελληνικές πόλεις. Για τα δελφικά Θ. έχουμε μαρτυρίες του Ηρόδοτου από τις oποίες συνάγεται ότι τελούσαν τη γιορτή κατά τη γενέθλια ημέρα του Απόλλωνα, όταν o… … Dictionary of Greek
Παναθήναια — I Η μεγαλύτερη θρησκευτική και πολιτική γιορτή των αρχαίων Αθηνών. Iδρύθηκε κατά την παράδοση από τον Θησέα και γιορταζόταν τον μήνα Εκατομβαιώνα (Ιούλιο Αύγουστο) προς τιμήν της Πολιάδας Αθηνάς. Τα Π. διακρίνονταν σε Μικρά, που γίνονταν κάθε… … Dictionary of Greek
πεντηκοστός — ή, ό / πεντηκοστός, ή, όν, ΝΜΑ 1. τακτικό αριθμητικό που αντιστοιχεί στο απόλυτο πεντήκοντα και χρησιμοποιείται για να δηλώσει αυτόν που σε μια σειρά ή τάξη ομοειδών προσώπων ή αντικειμένων κατέχει τον αριθμό πενήντα, αυτός που αριθμείται μετά… … Dictionary of Greek
γενέθλιος — α, ο (AM γενέθλιος, ον, Α και γενέθλιος, α, ον) [γενέθλη] 1. ο σχετικός με τη γέννηση ή την ημέρα τής γέννησης κάποιου 2. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα γενέθλια α) η επέτειος τής ημέρας τής γέννησης κάποιου β) ο εορτασμός αυτής τής ημέρας αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Phrasen/Chi — Chi Inhaltsverzeichnis 1 Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ κύριος μετὰ σοῦ … Deutsch Wikipedia
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
σεβαστός — (I) ή, ό / σεβαστός, ή, όν, ΝΑ [σεβάζομαι] 1. άξιος σεβασμού, σεβάσμιος («σεβαστοὶ θεοί», επιγρ.) 2. προσωνυμία τού Αυγούστου και τών Ρωμαίων αυτοκρατόρων στην Ελλάδα («τὸ δὲ ὄνομα εἶναι τούτῳ Αὔγουστος, ὅ κατὰ γλῶσσαν δύναται τὴν Ἑλλήνων… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
γιορτή — η 1. πανηγυρική εκδήλωση για σπουδαίο γεγονός: Εθνική γιορτή. 2. ημέρα καθιερωμένη για να γιορτάζεται το όνομα ή τα γενέθλια κάποιου: Αύριο είναι η γιορτή της αδερφής μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)